- σεβιότ
- το άκλ. шевиот (ткань)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεβιότ — το, Ν άκλ. 1. αγγλικής προέλευσης μαλλί που αποτελείται από μακριές, απαλές και στιλπνές τρίχες προβάτου 2. νήμα ή ύφασμα κατασκευασμένο από το παραπάνω μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cheviot, από τους λόφους Cheviot τής Αγγλίας και Σκωτίας] … Dictionary of Greek
σεβιότ — το (λ. αγγλ.), άκλ., είδος μαλλιού (και το ύφασμα που γίνεται απ αυτό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek